Κυριακή 18 Απριλίου 2021

ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΘΑ ’ΝΑΙ Η ΠΙΟ ΣΚΛΗΡΗ ΟΜΟΡΦΙΑ ΠΟΥ ΦΑΝΗΚΕ ΠΟΤΕ

 Ποτέ δεν είχε η Νύχτα τόσο πληγωμένα μάτια   ανάστατα, βουερά, έκθαμβα μάτια

για τα παιδιά των θυμωμένων τούτων δρόμων    που διασταυρώνονται με προβολείς και πυροβόλα

-Τον ίλιγγο του πυρετού γνώρισαν και τα δόντια της παγωνιάς, της δίψας και της πείνας  τη ναυτία,

ω, σύντομοι, πολύχρωμοι ύπνοι με ξεσκέπαστα τα μάτια,

ω, της καρδιάς κελάρυσμα ύστερα απ’ το τρέξιμο

ξεφεύγοντας την άτιμη τρικλοποδιά του θανάτου…

 

Ποτέ δεν είχε η Νύχτα τόσο δακρυσμένα μάτια    καρτερικά, παρήγορα, ανυπόταχτα, άγρυπνα μάτια

για τα παιδιά που διασχίζουνε χιλιάδες συνοικίες ελπίδων,

πετροβολώντας πάνω στις σκεπές τους αγγέλους που δεν ήρθαν στον καιρό τους.

Παράφορα παιδιά, ζητώντας τα λεπτά χέρια της Άνοιξης και τα μεγάλα,

ρόδινα χιόνια, αμίλητα περνούν.

 

Χυμένα από ακατέργαστο μέταλλο δυστυχίας

αδιάφθορα περνούν παραμερίζοντας δασκάλους, ρήτορες, προφήτες,

παραμερίζοντας ετούτους τους ανθρώπους    που τρέχουν να «φροντίσουν για το μέλλον τους»

-άνθρωποι που λασπώνουν τα λιμάνια,

άνθρωποι με πλαστές σφραγίδες πεπρωμένου στα διαβατήρια που μπαρκάρουν

σε πλοία με χαλασμένες τις πυξίδες…

 

Αδιάφθορα περνούν,    κανένας δρόμος δεν μπερδεύεται στα πόδια τους.

Πίσω θα μείνουν   πολιτείες ξεκούρντιστες   μάτια λασπένια    κλούβιες καρδιές – πίσω θα μείνουν

ποιητές που με τις λιγδιασμένες βάρκες τους   φεύγουνε να περάσουνε στο μέλλον.

 

Γιατί το μέλλον    δε θα ’ναι ένας περίπατος στο πάρκο με φεγγάρι,   θάλασσα λερωμένη με κραγιόν κι αρώματα.

το μέλλον δε θα ’χει το χρώμα που ποντάρεις στη ρουλέτα,   τυχοδιώκτη.

Το μέλλον θα ’ναι η πιο σκληρή ομορφιά που φάνηκε ποτέ,

τα μάτια της θε να ’ναι οπώρες από αναλιωτό σίδερο,

το σώμα της ωκεανός χωρίς ακτή,

τα χέρια της τυφώνες άνθινοι –

το μέλλον θε να ’ναι η πιο σκληρή ομορφιά,

το στόμα της δε θα ’χει  να πει τίποτα

για σας που πιθηκίζετε πάνω από ένδοξους τάφους,

κορτάκηδες της λευτεριάς,   γκόμενες του ήλιου,

όταν η μέρα φώτιζεν εκατομμύρια θανάτους πάνω στη γη,

εσείς δεν είχατε νιώσει   πως σ’ εποχές μαρτύρων

ποιητές δεν υπάρχουν.

 

Α, δε θα φυσήξει απ’ όπου περιμένετε·

η επίθεση δε θα ’ρθει απ’ αυτού που έχετε γυρισμένα τα κανόνια,

α, δε θα φυσήξει απ’ όπου περιμένετε

-σ’ άλλες πρωτεύουσες θα ξεκουλουριαστεί το φίδι.

 

Για τα παιδιά της θυμωμένης τούτης γης

ω, σιωπηλά, εμπιστευτικά, γαλάζια μάτια που έχει η Νύχτα

ερωτικά μάτια χαρούμενα,   μάτια του κατακλυσμού,   μάτια του ώριμου ίλιγγου

για τα παιδιά που ξέρουν πως δε θα φυσήξει απ’ όπου περιμένετε,

για τα παιδιά που το ’νιωσαν πως έρχεται

από παντού κι από πάντοτε   και με φως και με νύχτα

ασύλληπτη, αναπόφευγη, τέτοια που δεν την εφαντάστηκε κανείς,

έρχεται πια η καλπάζουσα,

έρχεται πια η παλίρροια των λαών.

[ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΕΙΧΕ Η ΝΥΧΤΑ από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΓΕΝΙΚΗ ΑΙΣΘΗΣΗ 1954 - Συγκεντρωτική έκδοση ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ Ποιήματα 1949-2006]

Από την ίδια συλλογή ανθολογούνται παρακάτω:

1.   ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ ΜΥΡΟΠΩΛΕΙΟΥ, Όταν μου λέτε πως είναι άνεμος

2.   KNOWN UNTO GOD, Ακόμα λίγο αν επιμένατε θα το διαβάζετε

3.   ΤΙ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΜΕ ΤΟΥΤΟΝ ΤΟΝ ΤΥΦΛΟ, Όπου το βρει το στρώνει

4.   ΟΣΟ… Αυτές οι στέγες που σπαρταρούν σα ματωμένα χέρια και

5.   ΚΟΙΤΑΧΤΕ… Αυτό το πλοίο που βυθίζεται στον κόσμο…

 

 


ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ ΜΥΡΟΠΩΛΕΙΟΥ (από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΓΕΝΙΚΗ ΑΙΘΣΗΣΗ 1954)

Ι

Όταν μου λέτε πως είναι άνεμος

αυτός ο χυλός που κυλάει στους δρόμους σας

γεμάτος σκόνες, θόρυβο κι αισχρόλογα,

και που κολλάει σε κάθε αναπνοή σαν γύψος στα πλεμόνια μου,

να ξέρετε, οι φλέβες μου μπερδεύονται απ’ το θυμό,

φωνή δεν έχω να σας βρίσω

όταν μας λέτε πως είναι ουρανός

η λιγδιασμένη αυτή αναλαμπή πάνω απ’ την  πόλη που σφαλάει

τα βλέφαρα των άστρων.

 

Α, φωνή δεν έχω να σας βρίσω – Με πονάει, πονάει

τούτη η στοά στης πολιτείας το κέντρο που βρωμάει

σαν κουφάλα δοντιού,

με τα σιδερωτήρια στο βάθος,   το θόρυβο των γραφομηχανών

κουρεία και μυροπωλεία…

 

Άλλο να μείνω μη μου λέτε.

Εδώ,   ανάμεσα στα γυάλινα φέρετρα

με τα λιωμένα πτώματα των λουλουδιών

οι μυρωδιές σκοτώνουν μέσα μου

ό, τι μπορώ ακόμα να θυμάμαι   από τα παιδικά λιβάδια…

 

Τούτη η στοά πονάει σαν πληγή   κατάστηθα στη νιότη μου –

Να μείνω μη μου λέτε   μη μου λογαριάζετε τα μεροκάματα μήνα και χρόνο  -  υποκριτές!..

–Σεις αύριο θα με διώξετε

γιατί δεν μπορώ να ’χω πρόσωπο εμαγέ

πρόσωπο πτυελοδοχείο    μάτια γεμάτα ψέμα, δεν μπορώ.

Θέλω να με γνωρίζει η μάνα μου το βράδυ

όταν με κουβαλάει ένα αυτοκίνητο στη συνοικία μου σκοτωμένο, τυλιγμένον

μες στον μανδύα του ιδρώτα μου τον καταξεσκισμένο

από τις φωταψίες

ΙΙ

… Να έχυνες τα χέρια σου μέσα σ’ αυτή τη φοβερή πληγή,

ν’ απίθωνες μιαν υγρασία φιλιού στο μέτωπό μου,

μ’ ένα χαμόγελο να μου έπλεκες τα μάτια

κόρη με τα χρυσάνθεμα μαλλιά

τα ρόδα στόμα    χέρια από αγιόκλημα

αίμα πνιγμένο μες στα γιασεμιά

άνοιξη ανάμεσα στα χέρια της Αγάπης.

 

Να ’σκυβες με μια θάλασσα φτερούγα πάνω μου!..

Να μου ίσιωνες

τους σκυλεμένους τάφους των ονείρων μου πάνω στο πρόσωπό μου,

φιλί από ώριο λωτό    χάδι από άταχτη χλόη

-αίμα πνιγμένο μες στα γιασεμιά

άνοιξη ανάμεσα στα χέρια της Αγάπης.

 

Θα σε κρατούσα σαν φλύαρο νερό στις χούφτες μου,

σαν φυλλωσιά από άστρα.

Θ’ ανέμιζα έπειτα, το φόρεμα της αστραπής σου στον κόσμο

κατάματα στο θάνατο, προτού χυθώ

βροχή απ’ τα μάτια μου στα μάτια σου

βροχή απ’ το σώμα μου στο σώμα σου

αίμα πνιγμένο μες τα γιασεμιά

άνοιξη ανάμεσα στα χέρια της Αγάπης.

 

Έπειτα, θα μπορούσα ακόμα και να σε ξεχάσω,

Μακριά, πέρα απ’ τις όχθες των δακρύων μου βασιλεύοντας

απέραντη σαν τη χαρά,

ποιος θα μπορούσε αλήθεια να πιστέψει πως μ’ αγάπησες;

Έπειτα, θα μπορούσα ακόμα και να σε ξεχάσω,

αίμα πνιγμένο μες στα γιασεμιά

άνοιξη ανάμεσα στα χέρια της Αγάπης.

ΙΙΙ

Μα έχεις κι εσύ ανάμεσα στα φρύδια   την ίδια σπαθιά πίκρας,

τον ίδιο κόμπο υπομονής στα χείλη σου δαγκώνεις

καίει τα χέρια σου ο ίδιος λυγμός τιμόνι –Πρόσεχε!

Περνάμε πάνω από ένα τεράστιο πτώμα.

Πάμφωτες πολιτείες πνίγονται στα βάλτα του,

ξεφτίζονται ιστορίες στων ηφαιστείων τα στόματα –Γλιστράμε.

Το νου σου να μην χάσουμε το δρόμο μες στις λασπωμένες φλέβες του.

Βαδίζουμε πάνω από ένα απαίσιο πτώμα.

-Μην ακούς τους ποιητές

που μας καλούν, χωμένοι ως το λαιμό μες την κοιλιά του,

μη βλέπεις τις υπέροχες αυτές γυναίκες που λούζονται στ’ ακίνητά του μάτια.

Δεν είναι αυτού η θάλασσα μικρή μου,   δεν είναι αυτού η θάλασσα.

Τρέμεις σαν δάκρυ σε βασανισμένο βλέφαρο,

η κόμη σου αντηχεί στον άνεμο – μια μυρουδιά δαφνόφυλλου,

υποφέρεις από νιότη.

 

Μα έχεις κι εσύ ανάμεσα στα φρύδια    την ίδια σπαθιά πίκρας,

στον ίδιο κόμπο υπομονής τα χείλη σου ματώνεις

πηδούν ανήσυχα στη θύελλα οι πυξίδες των ματιών σου.

Πλέουμε πάνω σ’ ένα απέραντο πτώμα.

Μα δε βουλιάζουμε, γιατί

δε συμβιβάζεται η αναπνοή μας με τη μπόχα του

δε συμβιβάζονται τα πόδια μας με τη λάσπη του

το χρώμα του δεν χωράει στα μάτια μας.

 

Έχεις κι εσύ την ίδια ουλή ανάμεσα στα φρύδια.

Ακόμα ένα βουνό, ακόμα ένα βάλτο,

να πηδήσουμε κι αυτό το κύμα,

να περάσουμε κι αυτή την πτυχή αηδίας,

ακόμα ένας χειμώνας, ακόμα μια άνοιξη, ακόμα ένας σφυγμός!

Τα χέρια σου μυρίζουνε τα μανταρίνια όλης της γης,

συνωμοσία χαμόγελου ξυπνάει στο πρόσωπό σου.

Δεν θα βουλιάξεις! Στις κακοτοπιές

ένας ήλιος σε κρατάει απ’ τις μασχάλες

 

Α, Ο ΚΟΣΜΟΣ ΓΕΜΙΣΕ «ΑΓΝΩΣΤΟΥΣ» ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ (για να ’χουνε δουλειά οι γλύπτες, οι ποιητές και τα εργοστάσια):

Ακόμα λίγο αν επιμένατε θα το διαβάζατε.

Βέβαια η πληγή ήτανε στο στήθος

κι η στρατιωτική μου ταυτότητα μαζί με τη φωτογραφία της Μαίρης και των παιδιών

κατάσαρκα επάνω στην καρδιά μου,

έτσι που ήπιαν αίμα, ήπιαν κι έγιναν σαν φύλλα πεταμένου τριαντάφυλλου…

Όμως με λίγη υπομονή θα διαβαζόταν το όνομά μου

κι έτσι δε θα μου γράφατε πάνω στον τάφο μου μονάχα αυτό το απίθανο

«Known unto God»

που όσο το σκέφτομαι δαγκώνω την άμμο όπου με θάψαν

και της θάλασσας τα πόδια.

Κανάγηδες! μονάχα το Θεό υπολογίζετε;

κι η Μαίρη, τα παιδιά, το σπίτι μου στην αγκαλιά της χλόης,

φίλοι της νιότης μου,    δάση των ευκαλύπτων,

θάλασσα του καλοκαιριού κι αστροφεγγιές τις νύχτες του χειμώνα,

αλήθεια, σ’ όλα εσάς άγνωστος είμαι;

Α, ο κόσμος γέμισε «άγνωστους» στρατιώτες,

για να ’χουνε δουλειά οι γλύπτες, οι ποιητές και τα εργοστάσια…

Τουλάχιστον, θα μπορέσουν όλοι αυτοί να μου εξηγήσουν

τι γύρευα εγώ, ένας Αυστραλός, στο Φάληρο;

Άγρυπνος με βρεγμένα κόκαλα,

εδώ χρόνια θα περιμένω την απάντηση.

Το ξέρω πόσο δύσκολα τακτοποιούνται τόσα και τόσα εκατομμύρια θάνατοι μες στην ιστορία…

[KNOWN UNTO GOD από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΓΕΝΙΚΗ ΑΙΣΘΗΣΗ 1954]

 

ΤΙ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΜΕ ΤΟΥΤΟΝ ΤΟΝ ΤΥΦΛΟ (από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΓΕΝΙΚΗ ΑΙΣΘΗΣΗ 1954)

Τι θα γίνει με τούτον τον τυφλό;

Όπου το βρει το στρώνει, ξεκρεμάει

τη φυσαρμόνικά του κι αρχινά:

«Τα μάτια μου απ’ τον πόλεμο δε γύρισαν.

Αγαπημένη, δε θα ξαναδούν πια τη θάλασσα,

το πρόσωπό σου να γελάει δε θα ξαναδούν…»

 

Ή κλείστε του το στόμα ή διώχτε τον

κάτω από τα παράθυρά μας.

Το μυθιστόρημά μας δεν μπορούμε να διαβάσουμε άνετα

(Τα μάτια μου απ’ τον πόλεμο δε γύρισαν… )

Τα παιδιά δεν μπορούν να διαβάσουν Ιστορία…

 

Άλλοτε πάλι τις γειτονιές αναστατώνει

«- Αγαπημένη δε θα ξαναδώ πια τη θάλασσα.

Τα μάτια μου απ’ τον πόλεμο δε γύρισαν

το πρόσωπό σου να γελάει εντός τους δε θα ξαναδείς…»

 

Αγαπημένη, αγαπημένη… Τι λέει ετούτος δω;

Για ποιαν αγαπημένη τραγουδάει;

Τη μάνα του τη θάψαμε

τη γυναίκα του τη στείλαμε σε σπίτι.

Τι θα γίνει με τούτον τον τυφλό;

Παιδί σχεδόν τον πήραμε απ’ της γειτονιάς του τα παιχνίδια

τα μαλλιά του τα κόψαμε

μακριά στον πόλεμο τον στείλαμε

τον κυλήσαμε στο αίμα.

Όμως αυτός καθαρός ξαναγύρισε

όμως αυτός δε λέει να σταματήσει το τραγούδι.

Χλωμός κι αλύγιστος

με τις κόγχες των ματιών γεμάτες παράπονο,

δεν μπορεί, δε θέλει να μισήσει.

 

ΟΣΟ…

Αυτές οι στέγες

που σπαρταρούν σα ματωμένα χέρια κάτω απ’ το φεγγάρι

κι οι μουσκεμένοι δρόμοι που γυαλίζουν σα μαχαίρια…

-Αφήστε, αφήστε με.

μη μου μιλάτε για την αυριανή εκδρομή

για το καινούριο φόρεμά σας μη μου λέτε

μη μου μετράτε το σφυγμό

μη μου φουσκώνετε το μέτωπο με χάδια.

Ο πυρετός μου θα κρατήσει

όσο θ’ ανάβουν γύρω μου φρικτές φωτιές

όσο θα στροβιλίζονται τριγύρω τα παράθυρα

των φυλακών και των νοσοκομείων,

αυτούς τους εφιάλτες θα τους έχω,

θα το ’χω αυτό το παραμίλημα

όσο θα τουρτουρίζει η Ελευθερία μες στους δρόμους

όσο μες στις θαμπές αυγές

τα ρόδα απ’ τις ομοβροντίες των εκτελέσεων θ’ ανοίγουνε τα μάτια.

 

ΚΟΙΤΑΧΤΕ…

Κοιτάχτε αυτό το πλοίο που βυθίζεται στον κόσμο.

Η πρύμη κάτω απ’ τα κύματα βαραίνει

ενώ ολοένα η πλώρη του διάφανη υψώνεται - Κοιτάχτε

τι καθαρό σκαρί, χωρίς μπαλώματα.

Ποτέ του δε λογάριασε το σάλο που το κύκλωνε

ποτέ δεν παζάρεψε τα πάθη του και τώρα

πόσο αψήφιστα βυθίζεται στον κόσμο

με ορθή την πλώρη στο γαλάζιο φως - Κοιτάχτε,

σεις όλοι, που, απ’ την απελπισία σας να ζήστε τη μικρή ζωή σας,

αρπάζεστε απ’ τα ρούχα του πιο ανάξιου θανάτου

(από τη συλλογή τος Βύρωνα Λεοντάρη ΓΕΝΙΚΗ ΑΙΣΘΗΣΗ 1954 – Αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ Ποιήματα 1949-2006, ΥΨΙΛΟΝ/ βιβλία 2017]

 

ΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ ΟΤΑΝ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΓΥΡΕΥΕΙ ΕΙΝΑΙ…

… όχι η μετουσίωση αλλά το άγγιγμα του αμετουσίωτου, του ατόφιου, του μη επιδεχόμενου μορφοποίηση;

Και ποιά θα είναι η ποίηση του ποιητή που υπερασπίζεται αυτό ακριβώς που δεν μπορεί να μορφοποιηθεί, αυτό που δεν μπορεί να εκφραστεί; Μοιραία θα οδηγηθεί σε μια καταλυτική αντίφαση και σε μια ιδιαίτερη ποίηση τόσο γόνιμη όσο και το πάθος της υπεράσπισής της. Ο Βύρων Λεοντάρης έχοντας συνείδηση αυτού του πάθους, έγραψε για τον Καρυωτάκη: «Οριακός ποιητής με ποιήματα αμετάκλητα – δοκίμια αυτογνωσίας της ποιητικής λειτουργίας» καθώς δεν περπατούσε «στο χείλος του γκρεμού» γράφοντας, αλλά είχε «αντικρύσει κατά μέτωπο τον γκρεμό», εκεί όπου «η ποίηση φτάνει στην οριακή της στιγμή». Αυτήν την οδό ακολούθησε και ο ίδιος, γράφοντας ποιήματα σαν «δοκίμια αυτογνωσίας της ποιητικής λειτουργίας», γνωρίζοντας συγχρόνως πως ο βαθύτερος πυρήνας της λειτουργίας αυτής είναι και θα παραμείνει άβατο.

Δευτέρα, 19 Απριλίου 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ